Εκκριτική Ωτίτιδα

Η συλλογή υγρού πίσω από την τυμπανική μεμβράνη του ωτός, ονομάζεται εκκριτική ωτίτις και χαρακτηρίζεται από ήπια έως μέτρια βαρηκοΐα καθώς και έντονο αίσθημα μπουκώματος του αυτιού. Στα παιδιά γίνεται αντιληπτή από τους γονείς, όταν παρατηρούν ότι το παιδί δεν ακούει καλά ή σε τυχαία ιατρική εξέταση.

Έπεται  συνήθως προηγηθείσα  ίωση του ανωτέρου αναπνευστικού, και στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να αφορά και τα δύο αυτιά. Αν το πρόβλημα αφορά το ένα αυτί και  δεν υπάρχει  ιστορικό προηγούμενης ίωσης, ο ιατρός οφείλει να είναι πολύ πιο προσεκτικός στη διαγνωστική του προσέγγιση.
Στα αίτια της παθήσεως αυτής, εκτός των ιώσεων, περιλαμβάνεται οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του αερισμού του αυτιού, όπως υπερβολικά μεγάλες αδενοειδείς εκβλαστήσεις (κρεατάκια), υπερτροφικές αμυγδαλές, όγκοι του ρινοφάρυγγος, όγκοι του μέσου ωτός κ.λπ.. Η συχνή η ακόμη και μόνιμη δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας, που είναι το σωληνάκι που επικοινωνεί ο ρινοφάρυγγας με την κοιλότητα του μέσου ωτός, πίσω από το τύμπανο, προκαλεί υποτροπιάζοντα τέτοια επεισόδια (όπως σε συγγενείς δυσπλασίες του προσώπου) ενώ στα παιδιά πρέπει να προστεθεί τόσο η ανατομική όσο και η ανοσολογική τους ανωριμότητα. Η εξέταση του αυτιού με το μικροσκόπιο, καθώς και η  τυμπανογραφική μελέτη  αποτελούν την κύρια διαγνωστική μέθοδο,  ενώ σε περιπτώσεις όπου τίθεται η υποψία εξεργασίας, ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε απεικονιστική μελέτη (αξονική ή μαγνητική τομογραφία).
Με τον τρόπο αυτό διαπιστώνεται όχι μόνο η παρουσία υγρού στην τυμπανική κοιλότητα, αλλά και η σύστασή του καθώς και τυχόν επαπειλούμενες χρόνιες αλλοιώσεις του μέσου ωτός. Η ανάπτυξη ζελατινώδους υφής στο περιεχόμενο υγρό ή η διαπίστωση επικίνδυνων εισολκών της τυμπανικής μεμβράνης απαιτεί πιο επιθετική θεραπευτική αντιμετώπιση.

Η αντιμετώπιση των περιστατικών αυτών, είναι αρχικά αυτή της παρακολούθησης.  Οι καταστάσεις αυτές υποχωρούν συνήθως από μόνες τους, χωρίς να απαιτηθεί κάποια ειδική θεραπεία, φαρμακευτική και πολύ περισσότερο χειρουργική. Ο ιατρός οφείλει να καθησυχάσει τον ασθενή ή τους γονείς σχετικά με την επικινδυνότητα της κατάστασης για την υγεία του παιδιού, αλλά και να ενημερώσει ότι το δυσάρεστο αυτό αίσθημα μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες ή σε ορισμένες περιπτώσεις να απαιτηθεί ριζικότερη αντιμετώπιση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χορηγούμε ολιγοήμερη αντιβιοτική αγωγή για το φόβο της επιμόλυνσης. Έχουν προταθεί και άλλες κατηγορίες φαρμάκων, όπως αντισταμινικά, βλεννολυτικά κ.α., χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά τους. Παράλληλα, ο ασθενής καθοδηγείται στην περιοδική εκτέλεση ασκήσεων εξίσωσης, ώστε να αποκατασταθεί ο αερισμός του αυτιού, ενώ αντίστοιχες οδηγίες δίνονται και στους γονείς των παιδιών με επιφύλαξη για την οξεία φάση του κρυολογήματος.
Στις περιπτώσεις που η κατάσταση παρατείνεται, μπορούμε να επαναλάβουμε το αντιβιοτικό σχήμα, ενώ στους ενήλικες συστήνουμε και χαμηλές δόσεις κορτιζόνης. Στις επίμονες περιπτώσεις, όταν η σύσταση του υγρού αρχίζει και γίνεται ζελατινώδης ή επαπειλούνται χρόνιες αλλοιώσεις της τυμπανικής κοιλότητας, η αντιμετώπιση μπορεί να είναι επεμβατική.
Πιο συγκεκριμένα, στα περιστατικά αυτά προτείνεται η τοποθέτηση σωληνίσκων αερισμού. Το ίδιο προτείνεται και στις περιπτώσεις με διαπιστωμένη δυσλειτουργία της ευσταχιανής σάλπιγγας, όπως επί εδάφους συγγενών δυσπλασιών του προσώπου.
Η λογική της τοποθέτησης των σωληνίσκων δε στοχεύει τόσο στην παροχέτευση του υγρού όσο στην αποκατάσταση του αερισμού του ωτός. Στα παιδιά, αλλά και σε ορισμένους ενήλικες, η επέμβαση αυτή γίνεται υπό γενική αναισθησία. Αποτελεί μια επέμβαση που πραγματοποιείται σε περιορισμένο ανατομικά χώρο και δεν υπάρχει λόγος για περιττούς τραυματισμούς, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αντιμετωπισθούν και συνοδές παθήσεις, όπως η υπερτροφία των αδενοειδών εκβλαστήσεων. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η επέμβαση πραγματοποιείται με τοπική αναισθησία. Οι συνθήκες κατά την τοποθέτηση του σωληνίσκου πρέπει να είναι άσηπτες. Ο ασθενής εξέρχεται αυθημερόν από το νοσοκομείο και λαμβάνει ολιγοήμερη αντιβιοτική αγωγή.

Μεγάλη σημασία έχει η μετεγχειρητική περιποίηση των αυτιών. Τα σωληνάκια αποβάλλονται από τον οργανισμό μετά από τρεις έως έξι μήνες και καμιά φορά περισσότερο. Μέχρι τότε πρέπει να λαμβάνονται προφυλάξεις, ώστε να μη μολυνθεί το αυτί και, κυρίως, να αποφεύγεται η είσοδος του νερού στο αυτί κατά το λούσιμο. Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο αποφεύγουμε την τοποθέτηση των σωληνίσκων πριν τις καλοκαιρινές διακοπές. Το σωληνάκι, ως ξένο σώμα, συντηρεί τη φλεγμονή και καθιστά δύσκολη την αντιμετώπισή της. Τέλος, σε περιπτώσεις όγκων του ρινοφάρυγγος ή του μέσου ωτός η αντιμετώπιση πρέπει να είναι άμεση και ριζική και να αφορά στη βασική νόσο.